πιρουνιά, η, ουσ. [<πιρούνι + κατάλ. -ιά], η πιρουνιά. 1. το τσίμπημα με το πιρούνι: «χτύπα μια πιρουνιά να δεις αν έγινε το κρέας». 2. (γενικά) μικρή ποσότητα: «θέλω να πάρω το κανονικό μου μερίδιο και δε συμβιβάζομαι μ’ αυτή την πιρουνιά που θέλετε να μου δώσετε»·
- μια πιρουνιά, μικρή ποσότητα: «όλοι οι άλλοι πήραν το κανονικό τους μερίδιο και μένα μου ’δωσαν μια πιρουνιά»·
- ούτε πιρουνιά, καθόλου: «μοιράστηκαν ό,τι ήταν να μοιραστούν μεταξύ τους και μένα δε μου ’δωσαν ούτε πιρουνιά».